Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πυριτιδαποθήκη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυριτιδαποθήκη η [piritiδapoθíki] Ο30 : 1. αποθήκη στην οποία έβαζαν το μπαρούτι: H ~ του φρουρίου / του πολεμικού πλοίου. Οι πολιορκημένοι έβαλαν φωτιά στην ~ και τινάχτηκαν στον αέρα. 2. (μτφ.) για περιοχή η οποία λόγω των συσσωρευμένων αντιθέσεων είναι πολύ πιθανό να γίνει αφορμή για έναρξη ενός γενικότερου πολέμου: Tα Bαλκάνια, η ~ της Ευρώπης.

[λόγ. πυριτιδ- (δες πυρίτιδα) + αποθήκη απόδ. γαλλ. poudrière]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go