Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυρηνέλαιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυρηνέλαιο το [pirinéleo] Ο42 : λάδι που παράγεται από το κουκούτσι της ελιάς με ειδική επεξεργασία: Tο ~ χρησιμοποιείται κυρίως στη σαπωνοποιία.

[λόγ. πυρην- (δες πυρήνας) + -έλαιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες