Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυρετώδης -ης -ες
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυρετώδης -ης -ες [piretóδis] Ε11 : 1. που είναι πολύ έντονος: ~ δραστηριότητα. Πυρετώδεις προσπάθειες / προετοιμασίες. 2. (σπάν.) πυρετικός. πυρετωδώς ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Εργάζεται ~. Συνεχίζονται ~ οι προετοιμασίες.

[λόγ.: 2: αρχ. πυρετώδης· 1: σημδ. γαλλ. fiévreux· λόγ. πυρετώδ(ης) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες