Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυογόνος -ος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυογόνος -ος / -α -ο [pioγónos] Ε14 : που προκαλεί τη δημιουργία πύου.

[λόγ. < γαλλ. pyogène < pyo- < αρχ. πύο(ν) + -gène = -γόνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες