Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πυκνωτής ο [piknotís] Ο7 : (ηλεκτρολ.) συσκευή που αποτελείται από δύο αγωγούς με μεγάλη επιφάνεια και χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ηλεκτρικού φορτίου: Xωρητικότητα του πυκνωτή.
[λόγ. πυκνω- (δες πυκνώνω) -τής μτφρδ. γαλλ. condensateur ή αγγλ. condenser]



