Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πτύελο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πτύελο το [ptíelo] Ο40 : (ιατρ.) βλεννώδης, παχύρρευστη ουσία που εκκρίνεται κυρίως από τους βρόγχους· φλέμα: Mικροβιολογική εξέταση / χρώμα των πτυέλων του ασθενή.

[λόγ. < αρχ. πτύελον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πτυελοδοχείο το [ptieloδoxío] Ο39 : σκεύος ειδικό για τα εκκρίματα του στόματος σε ιατρεία, νοσοκομεία, δημόσιους χώρους κτλ.

[λόγ. πτύελ(ον) -ο- + δοχείον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες