Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πτυχιούχος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πτυχιούχος ο [ptixiúxos] Ο18 θηλ. πτυχιούχος [ptixiúxos] Ο35 : αυτός που είναι κάτοχος πτυχίου, αφού ολοκλήρωσε τις σχετικές σπουδές· (πρβ. διπλωματούχος): Είναι κάποιος ~ του πανεπιστημίου / του πολυτεχνείου. ~ μηχανικός / ηλεκτρολόγος / λογιστής.

[λόγ. πτυχί(ον) + -ούχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go