Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πτυχίο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πτυχίο το [ptixío] Ο39 : επίσημος τίτλος με τον οποίο μία σχολή, ιδίως ανώτατη, βεβαιώνει ότι κάποιος έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του σ΄ αυτήν καθώς και το σχετικό έγγραφο· (πρβ. δίπλωμα): ~ πανεπιστημίου / πολυτεχνείου. Παίρνει κάποιος το ~. Kάνει το γιατρό ενώ δεν έχει ~. ~ πλοιάρχου / ηλεκτρολόγου. Φωτοτυπία του πτυχίου. Έκαψαν τα πτυχία τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας. || οι πτυχιακές εξετάσεις: Mαθήματα / βαθμός του πτυχίου. Είναι κάποιος στο ~.

[λόγ. πτυχ(ή) -ίον μτφρδ. γαλλ. diplἄme < λατ. diploma < αρχ. δίπλωμα (δες λ.) (πρβ. ελνστ. πτύχιον `πτυσσόμενη πινακίδα΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πτυχιούχος ο [ptixiúxos] Ο18 θηλ. πτυχιούχος [ptixiúxos] Ο35 : αυτός που είναι κάτοχος πτυχίου, αφού ολοκλήρωσε τις σχετικές σπουδές· (πρβ. διπλωματούχος): Είναι κάποιος ~ του πανεπιστημίου / του πολυτεχνείου. ~ μηχανικός / ηλεκτρολόγος / λογιστής.

[λόγ. πτυχί(ον) + -ούχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες