Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πτυσσόμενος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πτυσσόμενος -η -ο [ptisómenos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος έτσι, ώστε να μπορεί κανείς να τον διπλώσει, να τον μαζέψει, να τον συμπτύξει, για να καταλαμβάνει λιγότερο χώρο: Πτυσσόμενα έπιπλα. Πτυσσόμενο κρεβάτι / τραπέζι / ποδήλατο.

[λόγ. μπε. του αρχ. πτύσσω `διπλώνω΄ μτφρδ. γαλλ. pliant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες