Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πτοώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πτοώ [ptoó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κπ. να χάσει την ψυχική του αντοχή και να υποχωρήσει: Mην προσπαθείς να με πτοήσεις με απειλές. Δεν πτοήθηκε από τις κακοτυχίες.

[λόγ. < ελνστ. πτοῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go