Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πτηνοτρόφος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πτηνοτρόφος ο [ptinotrófos] Ο18 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με την πτηνοτροφία.

[λόγ. πτην(όν) -ο- + -τρόφος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go