Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πτηνοτροφικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πτηνοτροφικός -ή -ό [ptinotrofikós] Ε1 : που έχει σχέση με την πτηνοτροφία ή τον πτηνοτρόφο: Πτηνοτροφικά προϊόντα. ~ συνεταιρισμός.

[λόγ. πτηνοτρόφ(ος) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες