Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πτίλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πτίλο το [ptílo] Ο39 : (λόγ.) το πούπουλο.

[λόγ. < αρχ. πτίλον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες