Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρώην
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρώην [próin] Ε (άκλ.) : για να δηλώσουμε ότι κάποιος ή κτ. είχε άλλοτε την ιδιότητα που αναφέρουμε· (πρβ. τέως): Είναι ~ υπουργός / βουλευτής. Ο ~ σύζυγός μου. Tο ελληνικό κοινοβούλιο στεγάζεται στα ~ βασιλικά ανάκτορα. Tο ~ Bασιλικό και νυν Εθνικό Θέατρο. || (ως ουσ., συνήθ. ειρ.): ο πρώην, ο τέως σύζυγος.

[λόγ. < αρχ. πρῴην `τώρα τελευταία΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go