Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόσκρουση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόσκρουση η [próskrusi] Ο33 : η ενέργεια του προσκρούω, το χτύπημα, η πτώση ενός κινούμενου αντικειμένου, π.χ. ενός οχήματος, επάνω σε ένα σταθερό εμπόδιο: Tο αεροπλάνο κατά την πρόσκρουσή του στο έδαφος συντρίφτηκε.

[λόγ. < ελνστ. πρόσκρου(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες