Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόσκομμα το [próskoma] Ο49 : δυσκολία, κώλυμα που παρουσιάζεται στην ομαλή εξέλιξη μιας διαδικασίας: Οι αρμόδιοι υπάλληλοι παρεμβάλλουν / φέρνουν συνεχώς προσκόμματα στην ικανοποίηση του αιτήματός μου.
[λόγ. < ελνστ. πρόσκομμα]



