Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόσδεση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόσδεση η [prózδesi] Ο33 : (λόγ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσδένω: Kατά την απογείωση του αεροσκάφους η ~ των επιβατών στο κάθισμα είναι υποχρεωτική. 2. (μτφ.) η πλήρης υποταγή: H ~ μιας χώρας στο άρμα των HΠA / της Ρωσίας.

[λόγ. < ελνστ. πρόσδε(σις) -ση `δέσιμο σε΄ & σημδ. γαλλ. attachement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες