Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόπυλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόπυλο το [própilo] Ο42 : (στην αρχαιότητα) τα προπύλαια: Tο ~ του αρχαίου ναού.

[λόγ. < αρχ. πρόπυλον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες