Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρόμαχος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόμαχος ο [prómaxos] Ο20α : 1. αυτός που μάχεται μεταξύ των πρώτων, στην πρώτη γραμμή. 2. (μτφ.) υπέρμαχος, υπερασπιστής: ~ της ελευθερίας / της δημοκρατίας.

[λόγ. < αρχ. πρόμαχος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go