Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρόλοβος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόλοβος ο [prólovos] Ο19 : (ζωολ.) διεσταλμένο τμήμα του οισοφάγου των πτηνών, όπου συγκρατείται η τροφή πριν να περάσει στο στομάχι.

[λόγ. < αρχ. πρόλοβος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go