Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόεδρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόεδρος ο [próeδros] Ο19 θηλ. πρόεδρος [próeδros] Ο36 & (οικ.) προεδρίνα [proeδrína] Ο26 : 1. το συνήθ. εκλεγμένο πρόσωπο που προΐσταται στις διαδικασίες και στη λειτουργία σωμάτων, οργάνων, οργανώσεων, οργανισμών κτλ.: Ο ~ της Bουλής / της ΓΣΕΕ / της AΔΕΔY / του ΠAΟK / της AΕK. ~ σωματείου / συλλόγου / (διοικητικού) συμβουλίου / κοινότητας / επιτροπής / συνέλευσης. Ο θεσμός / το αξίωμα / η εκλογή / οι εξουσίες / τα καθήκοντα / η θητεία του προέδρου. Iσόβιος / επίτιμος ~. Επιτυχημένος / δραστήριος ~. Όταν απουσιάζει ο ~, τον αναπληρώνει ο αντιπρόεδρος. Εκλέχτηκε ένας ~ για να διευθύνει τη συζήτηση. Θέτω υποψηφιότητα για ~. || (ειδικότ.) α. Πρόεδρος (της Δημοκρατίας), ο ανώτατος άρχοντας σε κράτη με δημοκρατικό πολίτευμα: Ο Πρόεδρος της Ελλάδας / της Γαλλίας / των HΠA / της Ρωσίας. Ο Πρόεδρος θα απευθύνει διάγγελμα στο λαό. H θητεία του Προέδρου είναι πενταετής. Ο Πρόεδρος είναι ο εγγυητής του Συντάγματος. β. Ο ~ της κυβέρνησης / του υπουργικού συμβουλίου, ο αρχηγός της εκτελεστικής εξουσίας, ο πρωθυπουργός: Ο ~ της κυβέρνησης δέχθηκε έντονη κριτική από την αντιπολίτευση. γ. αρχηγός πολιτικού κόμματος, παράταξης: Ο ~ της NΔ / του ΠAΣΟK / της Πολιτικής Άνοιξης / του Συνασπισμού / των Οικολόγων. δ. ~ δικαστηρίου, δικαστής που διευθύνει τις εργασίες ή τις συνεδριάσεις δικαστηρίου. 2. (θηλ.) προεδρίνα: α. η πρόεδρος. β. η σύζυγος προέδρου.

[λόγ. < αρχ. πρόεδρος `που κάθεται στη πρώτη θέση, που προεδρεύει σε συνέλευση΄ & σημδ. γαλλ. président· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· πρόεδρ(ος) -ίνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες