Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόγευση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόγευση η [prójefsi] Ο33 : η πρώτη και σύντομη εμπειρία, επαφή που αποκτά κάποιος σε σχέση με μια κατάσταση ή ένα γεγονός που ακολουθεί: Παίρνω / δίνω μια ~. Tα πρώτα κρύα μάς έδωσαν μια ~ του επερχό μενου χειμώνα.

[λόγ. < αρχ. προγεύ(ω) `δίνω γεύση από πριν΄ -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες