Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόγευση η [prójefsi] Ο33 : η πρώτη και σύντομη εμπειρία, επαφή που αποκτά κάποιος σε σχέση με μια κατάσταση ή ένα γεγονός που ακολουθεί: Παίρνω / δίνω μια ~. Tα πρώτα κρύα μάς έδωσαν μια ~ του επερχό μενου χειμώνα.
[λόγ. < αρχ. προγεύ(ω) `δίνω γεύση από πριν΄ -σις > -ση]