Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρόβολος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόβολος ο [próvolos] Ο19 : 1. (τεχν.) αντιστήριγμα (στη γεφυροποιία, στην οικοδομική, σε λιμενικά έργα κτλ.) για την ενίσχυση των αντίστοιχων κατασκευών ή και την προφύλαξή τους από διαβρώσεις. 2. (ναυτ., λόγ.) ο ιστός που προεξέχει από την πλώρη ιστιοφόρου πλοίου· μπομπρέ σο.

[λόγ. < αρχ. πρόβολος `κτ. που προβάλλει΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go