Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτύτερος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτύτερος -η -ο [protíteros] Ε5 : που συμβαίνει πριν από κπ. άλλο, προηγούμενος, προγενέστερος. πρωτύτερα* ΕΠIΡΡ.

[μσν. πρωτύτερος συγκρ. του πρώτ(ος) -ύτερος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες