Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτόσχολος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτόσχολος ο [protósxolos] & πρωτόσκολος ο [protóskolos] Ο20 : ο καλύτερος μαθητής της τάξης, ο οποίος χρησιμοποιούνταν ως βοηθός του δασκάλου, ιδίως για τη διδασκαλία των μικρότερων μαθητών στο αλληλοδιδακτικό σχολικό σύστημα.

[πρωτο- + σχολ(ειό), σκολ(ειό) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες