Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωτόζωα τα [protózoa] Ο40 : (βιολ.) μονοκύτταροι ζωικοί οργανισμοί· (πρβ. παράζωα, μετάζωα).
[λόγ. < νλατ. protozoa < proto- = πρωτο- + -zoa < αρχ. ζῷα, πληθ. του ζῷον]



