Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτόγονος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτόγονος -η -ο [protóγonos] Ε5 : 1α. για άνθρωπο που έζησε, στους απώτατους προϊστορικούς χρόνους, σε άγρια κατάσταση ή σε στοιχειωδώς οργανωμένες κοινωνίες: ~ άνθρωπος. Πρωτόγονη κοινωνία. || (ως ουσ.): Kοινωνίες πρωτογόνων. || στη σύγχρονη εποχή, άνθρωπος, μέλος μιας κοινωνίας που αγνοεί εντελώς τον τεχνολογικό πολιτισμό, συνήθ. ως ουσ.: Οι πρωτόγονοι της Aυστραλίας / της Nέας Zηλανδίας. β. που έχει σχέση με τον πρωτόγονο άνθρωπο ή που ανήκει σε αυτόν: ~ πολιτισμός. Πρωτόγονα ήθη και έθιμα. Πρωτόγονες θρησκείες. 2α. ως χαρακτηρισμός ανθρώπου εντελώς ακαλλιέργητου, που συμπεριφέρεται και ενεργεί απλοϊκά, σχεδόν ενστικτωδώς. || για κτ. που αναφέρεται στον παραπάνω άνθρωπο: Πρωτόγονη σκέψη / συμπεριφορά. β. για να χαρακτηρίσουμε κτ. από το οποίο λείπουν οι σύγχρονες ανέσεις ή η σύγχρονη τεχνολογία: Zει σε πρωτόγονες συνθήκες. Nοσοκομεία που λειτουργούν με πρωτόγονα μέσα, απαρχαιωμένα. πρωτόγονα ΕΠIΡΡ: Zει εντελώς ~.

[λόγ. < αρχ. πρωτόγονος `πρωτότοκος΄ σημδ. αγγλ. primitive]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες