Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωτόβγαλτος -η -ο [protóvγaltos] Ε5 : για άνθρωπο που είναι άπειρος, που μόλις άρχισε να αποκτά εμπειρίες από τη ζωή ή από το επάγγελμά του: Mια νέα πρωτόβγαλτη κοπέλα. Είναι ~ στην πολιτική. ~ δάσκαλος.
[πρωτοβγαλ- (πρωτοβγάζω) -τος]



