Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωτιά η [protxá] Ο24 : η πρώτη θέση που κατέχει κάποιος σε μια σειρά επιτυχίας: Ως μαθητής αγωνίστηκε για το άριστα που θα του εξασφάλιζε την ~. Tο σχολείο μας είχε φέτος πολλές πρωτιές στις εξετάσεις για τα πανεπιστήμια, πολλοί μαθητές πρώτευσαν. H εφημερίδα / ο σταθμός μας έχει πάντα την ~ στη μετάδοση των τελευταίων ειδήσεων, τις μεταδίδει πρώτος.
[πρώτ(ος) -ιά]