Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωτεϊνικός -ή -ό [proteinikós] Ε1 : (βιολ.) που ανήκει ή αναφέρεται στις πρωτεΐνες ή που έχει σχέση με αυτές: Πρωτεϊνική αλυσίδα. Πρωτεϊνικό μόριο.
[λόγ. πρωτεΐν(η) -ικός μτφρδ. γαλλ. protéique < proté(ine) = πρωτεΐν(η) -ique = -ικός]



