Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωτευουσιάνος ο [protevusxános] Ο18 θηλ. πρωτευουσιάνα [protevu sxána] Ο25α : αυτός που κατοικεί σε πρωτεύουσα ή που κατάγεται από αυτή, συνήθ. για να δηλώσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που θεωρεί ται ότι έχει ο κάτοικος της πρωτεύουσας και που θεωρητικά τον κάνουν να υπερέχει σε σχέση με έναν επαρχιώτη ή χωριάτη, και ειρωνικά, για κπ. που είναι ξιπασμένος.
[πρωτεύουσ(α) -ιάνος· πρωτευουσιάν(ος) -α]



