Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωτέας ο [protéas] Ο2 : (βιολ.) γένος βακτηριδίων, μερικά από τα οποία είναι παθογόνα.
[λόγ. < νλατ. proteus < αρχ. Πρωτεύς, αιτ. -έα (δες στο πρωτεϊκός)]