Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωινό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωινό 1 το [proinó] Ο38 : α. το τμήμα της ημέρας από την ανατολή του ήλιου έως το μεσημέρι ή οι πρώτες ώρες μετά την ανατολή· πρωί: Ένα χειμωνιάτικο / ανοιξιάτικο ~. Tα πρωινά είμαι στο σπίτι, κάθε πρωί. β. καλλιτεχνική εκδήλωση ή κοινωνική συγκέντρωση που γίνεται το πρωί: Tις Kυριακές γίνονται / οργανώνονται λογοτεχνικά και μουσικά πρωινά.

[α: ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. πρωϊνός· β: λόγ. σημδ. γαλλ. matinée]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωινό 2 το : το πρώτο γεύμα της ημέρας, που τρώγεται το πρωί· πρόγευμα: Έφυγε για τη δουλειά του χωρίς να πάρει ~. Στο ξενοδοχείο σερβίρουν ~, μεσημεριανό και βραδινό. Πίνει γάλα / τσάι για ~. || Mετά το ~ θα συναντηθούμε, αφού φάμε το πρωινό.

[< πρωινό 1]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωινός -ή -ό [proinós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το πρωί: Οι πρώτες πρωινές ώρες, από τα μεσάνυχτα έως τα χαράματα. || (λόγ., ως ουσ.): H πρώ τη / δεύτερη κτλ. πρωινή, 1 π.μ., 2 π.μ. κτλ. α. που γίνεται, συμβαίνει ή παρουσιάζεται το πρωί, τις πρωινές ώρες: ~ περίπατος / ύπνος. Πρωι νή εργασία / πτήση / ησυχία. Πρωινό γεύμα, πρωινό. || ~ τύπος / πρωινή εφημερίδα, που κυκλοφορεί το πρωί, σε αντιδιαστολή προς την απογευματι νή. β. που λειτουργεί το πρωί: Πρωινό σχολείο / τρένο. γ. για κτ. που είναι κατάλληλο για το πρωί: Πρωινό φόρεμα. 2. (για πρόσ., προφ.) α. που ξυπνάει νωρίς: Εγώ είμαι πάντα ~. β. που εργάζεται το πρωί, και ως ουσ.: Είμαι κάθε μέρα ~, για μαθητή, εργαζόμενο κτλ. Οι πρωινοί έχουν μάθημα έως τις δύο. (έκφρ.) οι πρωινοί να φεύγουν, για να δηλώσουμε ότι υπάρχει έλλειψη χώρου (σε μπαρ, κέντρο, σπίτι κτλ.) και πρέπει να φύγουν κάποιοι που ήδη κάθονται αρκετή ώρα, για να καθίσουμε εμείς.

[ελνστ. πρωϊνός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες