Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωθυπουργικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωθυπουργικός -ή -ό [proθipurjikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον πρωθυπουργό, που προέρχεται από αυτόν, που ανήκει ή που ταιριάζει σε αυτόν: Tο πρωθυπουργικό αξίωμα. Aνέλαβε πρωθυπουργικά καθήκοντα. Ο ~ λόγος / θώκος. H πρωθυπουργική κατοικία. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης έκανε πρωθυπουργική εμφάνιση, για κπ. που με τη συμπεριφορά του υποδηλώνει ότι προετοιμάζεται για πρωθυπουργός.

[λόγ. πρωθυπουργ(ός) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες