Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωθιερέας ο [proθieréas] Ο21 : (εκκλ.) ο πρώτος ιεραρχικά μεταξύ των ιερέων ενός ναού, ο προϊστάμενος του ναού· πρωτοπρεσβύτερος.
[λόγ. < ελνστ. πρωθιερεύς, αιτ. -έα]



