Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρυτανείο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρυτανείο το [pritanío] Ο39 : (ιστ.) στις αρχαίες ελληνικές πόλεις, δημόσιο οίκημα, ανάλογο προς το σημερινό δημαρχείο. (έκφρ.) σίτιση στο ~, (ειρ.) για πολύ μεγάλες οικονομικές παροχές, εκ μέρους της πολιτείας, σε πρόσωπα που θεωρούμε ότι δεν προσφέρουν κάποιο αξιόλογο έργο (από τη δωρεάν, τιμής ένεκεν διατροφή των πρυτάνεων στην αρχαία Aθήνα).

[λόγ. < αρχ. πρυτανεῖον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go