Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρυμίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρυμίζω [primízo] Ρ2.1α : (ναυτ.) στρέφω την πρύμνη ενός πλοίου προς την κατεύθυνση του ανέμου.

[πρύμ(η) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες