Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρυμάτσα η [primátsa] Ο25α : (ναυτ.) καθένα από τα σκοινιά με τα οποία δένεται η πρύμνη του πλοίου με την προκυμαία: Δένω / λύνω την ~ / τις πρυμάτσες.
[πρύμ(η) -άτσα]



