Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προϋπολογισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προϋπολογισμός ο [proipolojizmós] Ο17 : α. ο υπολογισμός των εσόδων και των εξόδων που προβλέπεται ότι θα πραγματοποιηθούν σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα από ένα κράτος, από ένα δημόσιο οργανισμό, από μια επιχείρηση ή και από μια οικογένεια ή από ένα άτομο: Ετήσιος / μηνιαίος ~. Ο οικογενειακός μας ~ δεν αντέχει σε μεγάλα έξοδα. Ο ~ ενός έργου, των εξόδων που θα απαιτήσει η κατασκευή του. Έργο προϋ πολογισμού δαπάνης τεσσάρων δισεκατομμυρίων. β. επίσημος πίνακας που περιλαμβάνει τον προϋπολογισμό ενός έτους: Ο κρατικός ~ είναι ελλειμματικός / ισοσκελισμένος. Kατάρτιση / κατάθεση του προϋπολογισμού από την κυβέρνηση. Ο ~ εγκρίθηκε / ψηφίστηκε από τη βουλή. ~ υπουργείου / δήμου.

[λόγ. προϋπολογισ- (προϋπολογίζω) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go