Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προϋπαντώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προϋπαντώ [proipandó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : πηγαίνω να συναντήσω κπ. ενώ αυτός έρχεται, για να τον καλωσορίσω: Mόλις έμαθε πως έρχομαι, βγήκε στο δρόμο για να με προϋπαντήσει. Mας προϋπάντησαν στο σταθμό, μας υποδέχτηκαν.

[λόγ. < ελνστ. προϋπαντῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go