Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προωθητικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προωθητικός -ή -ό [prooθitikós] Ε1 : που προωθεί, που κινεί προς τα εμπρός: Προωθητική ενέργεια. Tο προωθητικό σύστημα μιας μηχανής.

[λόγ. προωθη- (προωθώ) -τικός μτφρδ. γαλλ. propulsif]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go