Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προχειρότητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προχειρότητα η [proxirótita] Ο28 : α. η ιδιότητα του πρόχειρου: H ~ με την οποία έγινε τόσο η μελέτη, όσο και η εκτέλεση του έργου είναι φανερή. β. (οικ., κυρ. πληθ.) για κτ. που έχει γίνει πρόχειρα, χωρίς μελέτη και επιμέλεια ή και με ευτελή υλικά: Tα σκηνικά ήταν κάτι προχειρότητες που ζημίωναν την παράσταση.

[λόγ. < ελνστ. προχειρότης, αιτ. -ητα `προθυμία΄, κατά τη σημ. του πρόχειρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες