Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προφταίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προφταίνω [profténo] & προφτάνω [proftáno] Ρ αόρ. πρόφτασα, απαρέμφ. προφτάσει & προφθάνω [profθáno] Ρ αόρ. πρόφθασα, απαρέμφ. προφθάσει : ΣYN προλαβαίνω. 1α. φτάνω κάπου εγκαίρως, πριν φύγει κάποιος ή κτ. ή πριν αρχίσει κτ.: Kαθυστερήσαμε και δεν προφτάσαμε το λεωφορείο / δεν τον προφτάσαμε το Γιώργο. Mη βιάζεσαι, προφταίνουμε. Άργησα και δεν πρόφτασα το πρώτο μέρος της συναυλίας. || Δεν τον προφτάσαμε, πέθανε πριν φτάσουμε. β. φτάνω, πλησιάζω κπ. ή κτ. που πηγαίνει μπροστά από εμένα: Aν και είχε προχωρήσει, τον προφτάσαμε. Πήρα ένα ταξί και το πρόφτασα το τρένο στον επόμενο σταθμό. 2α. ενεργώ ή αντιδρώ εγκαίρως, πριν συμβεί κτ. συνήθ. δυσάρεστο, ανεπιθύμητο: Προφτάσαμε και φύγαμε πριν ξεσπάσει η καταιγίδα. Δεν πρόφτασε να τον σώσει. Kαλά που σε πρόφτασα και δε μίλησες. || Δεν τον πρόφτασαν οι γιατροί, πέθανε πριν επέμβουν οι γιατροί. β. (οικ.) για κτ. δυσάρεστο που συμβαίνει, πριν λάβουμε τα αναγκαία μέτρα αποτροπής ή προστασίας: Nα τρέξουμε, μη μας προφτάσει η νύχτα. Mας πρόφτασε η βροχή / ο χειμώνας. 3α. έχω στη διάθεσή μου τον απαιτούμενο χρόνο για να κάνω ή για να ολοκληρώσω κτ.: Aν προφτάσω, θα έρθω στη γιορτή. Δεν πρόφτασα να διαβάσω όλο το βιβλίο. (έκφρ.) δεν ~ ούτε να φάω, είμαι πάρα πολύ απασχολημένος. ~ δεν ~, είναι αμφίβολο αν θα προφτάσω. β. συνυπάρχω με κπ. ή με κτ. την ίδια χρονική περίοδο: Δεν τον πρόφτασα εγώ αυτό τον καθηγητή (είχε πάρει σύνταξη όταν πήγα στο Πανεπιστήμιο). Εγώ την πρόφτασα την Aθήνα, όσο ήταν ανθρώπινη πόλη. 4. (προφ.) α. με άρνηση για να δηλώσουμε τη μεγάλη ταχύτητα με την οποία διαδέχεται μια ενέργεια την άλλη ή ένα γεγονός το άλλο: Έχουν μεγάλη ζήτηση τα προϊόντα μας, δεν προφταίνουμε να πουλάμε / δεν προφταίνουμε τις παραγγελίες. Δεν προφτάσαμε να αποχαιρετήσουμε τον έναν, τώρα φεύγει κι ο άλλος. || για μεγάλη κατανάλωση: Δεν τον προφταίνουμε στο φαΐ / στα ρούχα. Δεν ~ τα έξοδα. Δεν ~ τους γιατρούς, κάνω πολλά έξοδα για γιατρούς. β. (έκφρ.) του το πρόφτασε, επικριτικά για κπ. που σπεύδει να ανακοινώσει σε κπ. άλλον κτ. που δεν έπρεπε ή που δεν ήταν απαραίτητο να του το πει: Tου τα πρόφτασε όλα κάποιος καλοθελητής.

[αρχ. προφθ(άνω) μεταπλ. -αίνω και ανομ. τρόπου άρθρ. [fθ > ft] · αρχ. προφθάνω με ανομ. τρόπου άρθρ. [fθ > ft] · λόγ. < αρχ. προφθάνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες