Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προτρέπω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προτρέπω [protrépo] -ομαι Ρ αόρ. προέτρεψα και (οικ.) πρότρεψα, απαρέμφ. προτρέψει, (παθ. σπάν., μόνο στον ενεστ.) : με τα κατάλληλα λόγια ή με τη συμπεριφορά μου ενισχύω τη διάθεση ή την τάση κάποιου να κάνει, να τολμήσει κτ., τον παρακινώ. ANT αποτρέπω: Tον προέτρεψα να συνεχίσει τις σπουδές του. Mε την αδιαφορία σου είναι σαν να τον προτρέπεις να εγκαταλείψει την οικογένειά σας.

[λόγ. < αρχ. προτρέπω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go