Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προτεστάντης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προτεστάντης ο [protestándis] Ο10 θηλ. προτεστάντισσα [protestándisa] Ο27 : οπαδός του προτεσταντισμού· διαμαρτυρόμενος.

[ιταλ. protestant(e) -ης < γαλλ. protestant < γερμ. Ρrotestant `που διαμαρτύρεται΄· λόγ. προτεστάντ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go