Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προτεραιότητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προτεραιότητα η [protereótita] Ο28 : 1α. δυνατότητα που δίνεται σε κπ. να προηγείται σε μια σειρά αναμονής: Οι ανάπηροι και οι υπερήλικες έχουν ~ κατά την επιβίβαση στα λεωφορεία. Οι πολύτεκνοι έχουν δικαίωμα προτεραιότητας στη χορήγηση στεγαστικών δανείων. || το να βρίσκεται κάποιος μπροστά από άλλον σε μια σειρά, επειδή έφτασε νωρίτε ρα από αυτόν: Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας. H επιβίβαση των επιβατών στο πλοίο θα γίνει με το δελτίο προτεραιότητας. β. για όχημα που, σύμφωνα με τους οδικούς κανόνες, πρέπει να κινηθεί πριν από κάποιο άλλο σε μια διασταύρωση: Σήμα προτεραιότητας. Δίνω την ~ στα οχήμα τα που κινούνται σε κεντρικό δρόμο. Tο όχημα / ο οδηγός που έρχεται από δεξιά έχει ~. Παραβίαση προτεραιότητας. Tρένο προτεραιότητας. 2. πρώτη σειρά ενδιαφέροντος, στην ιεράρχηση στόχων: Θέματα που σχετίζονται με την εθνική άμυνα έχουν απόλυτη ~. Θα ενισχυθούν οι ακριτικοί νομοί κατά ~. Προβλήματα πρώτης προτεραιότητας, επείγοντα. || (πληθ.) η αξιολογική σειρά στην οποία τοποθετούμε διάφορες δραστηριότητες: Δεν τον ενδιαφέρει η κοινωνική προβολή, στη ζωή του έχει θέσει άλλες προτεραιότητες. Ποιες θα είναι οι προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης;

[λόγ. < αρχ. προτεραῖ(ος) `προηγούμενος΄ -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. priorité]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες