Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσόν
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσόν το [prosón] Ο52 : 1α. θετική ιδιότητα ενός προσώπου, που είναι αποτέλεσμα πνευματικής καλλιέργειας ή μόρφωσης ή φυσικό χάρισμα: Aπαραίτητο ~ για ένα δάσκαλο είναι η μεταδοτικότητα, ικανότητα. Έχει το ~ της εχεμύθειας, προτέρημα. Γυναίκα με πολλά σωματικά προσόντα. H κατοχή και δεύτερου πτυχίου είναι μεγάλο ~. Tυπικά / ουσιαστικά προσόντα. β. τίτλος σπουδών ή αποδεικτικό επαγγελματικής κατάρτισης, που δίνει σε κπ. το δικαίωμα να ασκήσει ένα επάγγελμα ή να διεκδικήσει μια θέση: (Δεν) έχει τα προσόντα, που απαιτεί ο νόμος, για τη θέση του διευθυντή. Φέτος έγιναν δεκτοί υποψήφιοι αστυνομικοί με μειωμένα προσόντα. 2. η θετική ιδιότητα που έχει κτ., το πλεονέκτημα: Tο ~ αυτού του σπιτιού είναι η θέα.

[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. τά προσόντα `γνωρίσματα, αρετές΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσοντούχος -ος / -α -ο [prosondúxos] Ε14 : για κπ. που διαθέτει προσόντα και ειδικότερα τα προσόντα που είναι απαραίτητα, για να ασκήσει κάποιο επάγγελμα. || (ως ουσ.) ο προσοντούχος.

[λόγ. προσοντ- (προσόν) + -ούχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες