Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προσωπάρχης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσωπάρχης ο [prosopárxis] Ο10 θηλ. προσωπάρχης [prosopárxis] : ο διευθυντής του προσωπικού (των υπαλλήλων) σε δημόσια υπηρεσία ή σε ιδιωτική εταιρεία.

[λόγ. προσωπ(ικόν) + -άρχης μτφρδ. γαλλ. chef du personnel· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go