Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσχηματικός -ή -ό [prosximatikós] Ε1 : που χρησιμεύει ως πρόσχημα, που αποτελεί πρόσχημα: Οι λόγοι που επικαλέστηκε ήταν προσχηματικοί.
προσχηματικά ΕΠIΡΡ: Δεν ήταν αυτή η αιτία, όπως ~ ισχυρίστηκε. [λόγ. προσχηματ- (πρόσχημα) -ικός]



