Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσφυγιά η [prosfijá] Ο24 : (οικ.) 1. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο πρόσφυγας (για να υποδηλώσουμε τις δυσκολίες που συνεπάγεται): Ο ελληνισμός της M. Aσίας / της Kύπρου έζησε στην ~ / γνώρισε την πίκρα της προσφυγιάς. 2. το σύνολο των προσφύγων που ζουν σε έναν τόπο: Mεγάλωσε κοντά στην ~. Όλη η ~ μαζεύτηκε στις μεγάλες πόλεις.
[πρόσφυγ(ας) -ιά]



